- ὀχετούς
- ὀχετόςmeans for carrying watermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… … Dictionary of Greek
HIPPARIS — fluv. in Camarina, cuius aquarum pars dulcis est, pars salsa. Schol. Pind. in illud. Olymp. Od. 5. Καὶ ςεμνοὺς ὀχετοὺς Ι῎π παρις οἷςιν ἄρδει ςτρατόν. Eius meminit Nonnus Bassaricorum. l. 13. Οἵτε ἔχον Καμερίαν, ὅπη κελάδοντι ῥεέθρῳ Ι῞ππαρις… … Hofmann J. Lexicon universale
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
απόρρυτος — ἀπόρρυτος, ον (Α) [απορρέω] 1. αυτός που απορρέει 2. αυτός που υπόκειται σε έκχυση, εκροή 3. φρ. «ἀπόρρυτα σταθμά» στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο έδαφος … Dictionary of Greek
καταβόθρα — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 254 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαργαριτίου του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Πρεβέζης, 28 χλμ. ΝΑ της Ηγουμενίτσας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
πονόρα — η, Ν γεωλ. βαραθροειδής οπή τής γήινης επιφάνειας που υπάγεται στα καρστικά φαινόμενα και η οποία συνέχεται με υπόγειους οχετούς που δέχονται τα νερά τα οποία ρέουν από την επιφάνεια και τα οποία αναφαίνονται πάλι, ύστερα από υπόγεια διαδρομή, σε … Dictionary of Greek
στράγγιση — Σύνολο έργων με τα οποία προκαλείται η απομάκρυνση του νερού από τα εδάφη όπου αυτά πλεονάζουν. Οι σ. γίνονται για να δοθούν μεγάλες εκτάσεις στη γεωργία ή σε άλλες ειδικές χρήσεις, ή ακόμα και για να προκαλέσει τη στήριξη των εδαφών με χαμηλό… … Dictionary of Greek
συναγυρτός — όν, Α αυτός που προέρχεται από συνάθροιση («συναγυρτὸν ὕδωρ» το νερό που συλλέγεται από ρυάκια, οχετούς και με άλλους τρόπους, Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + συνεσταλμ. βαθμίδα αγυρ τού ἀγείρω* + κατάλ. τός*] … Dictionary of Greek